Τρίτη 26 Μαρτίου 2024

Βασικές θεραπευτικές διαδικασίες

Η θεραπευτική διαδικασία

«Τα αρχικά σχόλια του θεραπευτή θα πρέπει να αποσκοπούν στην εδραίωση της ασφάλειας, τη μετάδοση της επιθυμίας για κατανόηση, την επεξήγηση της θεραπευτικής διαδικασίας, την αποσαφήνιση του πλαισίου και την αναγνώριση όσων ζητημάτων δρουν ανασταλτικά στην προθυμία του ατόμου να συνεργαστεί ή την ικανότητα του θεραπευτή να βοηθήσει. Στη συνέχεια, προτείνω στους θεραπευτές να αφιερώσουν μια συνεδρία για να πάρουν ένα λεπτομερειακό ιστορικό, στη διάρκεια του οποίου μπορεί να καταλήξουν σε μια δυναμική διατύπωση των προβλημάτων του ατόμου και να βρουν έναν τρόπο να την επικοινωνήσουν στον ασθενή. Μετά από αυτό, η δραστηριότητα του θεραπευτή θα πρέπει να προσανατολιστεί προς την ανάπτυξη της ικανότητας της πελάτισσας να μιλά πιο ελεύθερα και με πλήρη συναισθηματική συμμετοχή. Παρεμβάσεις όπως ‘Μπορείτε να πείτε περισσότερα για αυτό;’ Ή ‘Φαίνεται να υπάρχει πολύ συναίσθημα εδώ’ ή ‘Αυτό θα πρέπει να ήταν δύσκολο’ ή ‘Έχετε βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση;’ ή ‘Τι έρχεται στο νου σας, όταν σκέφτεστε αυτό;’ ή ‘Σας θυμίζει κάτι αυτό;’ ή ‘Πώς νιώθετε, όταν μου μιλάτε για αυτό;’ αποτελούν συνηθισμένους τρόπους για να κάνουμε κάτι τέτοιο» (σελ. 291-292).

 

Οι μορφές ακρόασης

Ο θεραπευτής μέσα από την αλληλεπίδραση με τον ασθενή εντοπίζει το ύφος ακρόασης και ανταπόκρισης που είναι πιο βοηθητικό. Στο ξεκίνημα οποιασδήποτε θεραπείας υπάρχει αρκετή φλυαρία. Στο πλαίσιο αυτής της θεραπείας με τη βοήθεια του θεραπευτή θα πρέπει ο πελάτης να μπορέσει να εκφραστεί ελεύθερα και να βγάλει προς τα έξω την εσωτερική του ζωή όσο το δυνατόν περισσότερο. Ο θεραπευτής προσπαθεί να επικοινωνήσει μια συμπεριφορά, που θεωρεί ότι θα εμποδίσει ή θα περιορίσει τα αισθήματα ντροπής και ταπείνωσης για οτιδήποτε έχει έρθει στην επιφάνεια. «Όσο περισσότερο αποδέχεται κάποιος τις πλευρές του εαυτού του που του προκαλούν ντροπή, τόσο λιγότερο ελέγχεται από αυτές» (σελ. 287).

«Ένας τρόπος για να επικοινωνήσουμε την αποδοχή και να εξαλείψουμε τα αισθήματα ντροπής επιτυγχάνεται με αυτό που εγώ θεωρώ ως ‘‘Ναι… και λοιπόν;’’ αντίδραση, είτε λεκτικά είτε μη λεκτικά. Με άλλα λόγια, αποδεχόμαστε ότι έχει εξομολογηθεί η ασθενής με ένα ύφος ή ένα βλέμμα που δεν δείχνει καμία έκπληξη, υπονοώντας ότι δεν καταλαβαίνουμε για ποιο λόγο είναι τόσο σημαντικό για την ασθενή. Μερικές φορές κάνουμε μια σύντομη σύνδεση με το παρελθόν, αναφέροντας ότι με βάση αυτά που γνωρίζουμε για την οικογένειά της, η αποκάλυψη δεν προκαλεί καμία έκπληξη. Μπορούμε επίσης να μουρμουρίσουμε κάτι όπως ‘Ναι, φυσικά’ ή να ρωτήσουμε με προβληματισμένο ύφος, ‘Και λοιπόν, τι είναι τόσο τρομερό σε αυτό;’, όταν η πελάτισσα φαίνεται να πνίγεται από ντροπή, καθώς αποκαλύπτει ένα έγκλημα της καρδιάς της. Μερικές φορές βοηθάει να ρωτάμε ‘Έχετε κάποια ιδέα για ποιο λόγο αυτό φαίνεται να σας προκαλεί τόση πολύ ντροπή;’, επικοινωνώντας με αυτόν τον τρόπο ότι δεν είναι αυταπόδεικτο ότι κάποιος θα ταπεινωθεί, εάν εκμυστηρευτεί κάτι το οποίο όλοι οι άνθρωποι αναπόφευκτα νιώθουν» (σελ. 287).

 

Η διευκόλυνση της θεραπευτικής διαδικασίας

Μέσα από τα σχόλια του θεραπευτή, στόχος είναι να εδραιωθεί η ασφάλεια, η μετάδοση της επιθυμίας για κατανόηση, η επεξήγηση της θεραπευτικής διαδικασίας, η αποσαφήνιση του πλαισίου και η αναγνώριση όσων ζητημάτων έχουν ανασταλτική δράση στην προθυμία του ατόμου να συνεργαστεί ή την ικανότητα του θεραπευτή να βοηθήσει. Στη συνέχεια, ο θεραπευτής πρέπει να πάρει ένα λεπτομερειακό ιστορικό, στη διάρκεια του οποίου μπορεί να καταλήξουν σε μια δυναμική διατύπωση των προβλημάτων του ατόμου και να βρουν έναν τρόπο επικοινωνίας με τον ασθενή.

 

Η αντιμετώπιση των αντιστάσεων στην αυτοέκφραση

«Επειδή θέλουμε οι ασθενείς μας να μιλάνε μέσα από την καρδιά τους, προσπαθούμε με ήπιο τρόπο να μειώσουμε οποιαδήποτε λεκτική αμυντικότητα, η οποία σχετίζεται ή παρεμποδίζει τη διαδικασία αυτή. Με τακτ, επισημαίνουμε τους τρόπους με τους οποίους φαίνεται να κρατούν σε απόσταση τη συναισθηματική ένταση στην ειλικρινή λεκτική έκφραση περιλαμβάνουν μαννερισμούς, όπως την ομιλία σε δεύτερο πρόσωπο, την ομιλία σε τρίτο πρόσωπο, τη δραματοποίηση για πράγματα που θα μπορούσαν να εκφραστούν με απλό τρόπο, την προσπάθεια να βάλουν τον θεραπευτή μέσα στην εμπειρία, την αποφυγή αναγνώρισης των συναισθημάτων και την αντικατάστασή τους με έναν ασαφή όρο, την αλλαγή του θέματος όταν τα συναισθήματα βγαίνουν στην επιφάνεια, την αναφορά σε πιο προσωπικά θέματα με παιδιάστικο ή προσποιητό τρόπο και άλλες ασυνείδητες στρατηγικές για να κρατήσουν σε απόσταση τον πόνο και την ντροπή» (σελ. 294).

 

«Κάθε δυάδα θεραπευτή- ασθενούς αναπτύσσει ξεχωριστούς ρυθμούς  ομιλίας και σιωπής, αυτοεπεξεργασίας και αντανάκλασης, ομιλίας και ακρόασης. Ορισμένοι ασθενείς με δυσκολία επιτρέπουν στον θεραπευτή να αρθρώσει μια λέξη, ενώ άλλοι κάθονται αβοήθητοι περιμένοντας από τον επαγγελματία να κατευθύνει την κουβέντα. Ένας από τους λόγους που αρέσει τόσος τους ψυχαναλυτικούς θεραπευτές η βιβλιογραφία για τη σχέση βρέφους- τροφού, μολονότι γνωρίζουμε καλά ότι ο ενήλικος στη θεραπεία δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα βρέφος που έχει καθηλωθεί σε ένα πρώιμο εξελικτικό στάδιο, είναι ότι η διαδικασία συντονισμού με το ιδιοσυγκρασιακό ύφος ενός ασθενούς φαίνεται να μοιάζει αρκετά με την προσπάθεια προσαρμογής των γονιών στη μοναδική ιδιοσυγκρασία και τους ρυθμούς του μωρού τους» (σελ. 296).

 

Πηγή:

Nancy McWilliams. 2006. Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία. Ένας οδηγός για επαγγελματίες. Ινστιτούτο Ψυχολογίας και Υγείας.  

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

 

 

Διαβάζοντας το βιβλίο: Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία

Της Nancy McWilliams

 

Το συγκεκριμένο βιβλίο της McWilliams «προσφέρει τον χάρτη που χρειάζονται οι θεραπευτές για να εξερευνήσουν τον συναρπαστικό, αλλά και γεμάτο προκλήσεις κόσμο της θεραπείας».

 

«Η συγγραφέας αναφέρεται σε όλα αυτά που δεν μας είπαν στη διάρκεια της εκπαίδευσής μας, όπως το αν μας ταιριάζει αυτό το επάγγελμα και ποιοι είναι οι εργασιακοί κίνδυνοι που ελλοχεύουν, πόσες ώρες θα εργαστούμε, πώς θα καθορίσουμε την αμοιβή μας, πόσο αυτοαποκαλυπτικοί μπορούμε να είμαστε, ή πόσο διαθέσιμοι στις ανάγκες των πελατών. Επιπλέον απαντά σε δύσκολα διλήμματα: Τι κάνουμε με τις προσκλήσεις και τα δώρα των πελατών, τους πελάτες με αυτοκτονικό ιδεασμό ή έντονες τάσεις βίας, όσους δεν αντέχουν τους αποχωρισμούς, όσους εκλιπαρούν τη σωματική επαφή;» (Από το οπισθόφυλλο).

Στο δεύτερο κεφάλαιο η συγγραφέας αναλύει την ψυχαναλυτική ευαισθησία αναζητώντας ορισμένες ομοιότητες ανάμεσα στις διαφορετικές ψυχοδυναμικές προσεγγίσεις και κάνοντας αναφορά στην περιέργεια και το δέος, στην πολυπλοκότητα, στην ταύτιση και την ενσυναίσθηση, στην υποκειμενικότητα και εναρμόνιση με το συναίσθημα, στη διαπροσωπική προσκόλληση και στην πίστη.

Συγκεκριμένα γράφει:

«Η περιέργεια για τον τρόπο που συνεργάζονται οι ασυνείδητες σκέψεις, τα συναισθήματα, οι εικόνες και οι ορμές, βρίσκεται πίσω από τη δέσμευση του θεραπευτή απέναντι στον ασθενή και το κουράγιο του ασθενή να αυτοεξετάζεται και να αυτοαποκαλύπτεται ολοένα και περισσότερο. Η υπόθεση ότι ως θεραπευτές δεν γνωρίζουμε τι πρόκειται να μάθουμε για έναν ασθενή, είναι εξίσου ρεαλιστική όσο και θεραπευτική. Μια διαδεδομένη εικόνα για τον ρόλο του αναλυτικού θεραπευτή, έναν ρόλο που διαθέτει εξουσία ως προς τη διαδικασία, αλλά αβεβαιότητα ως προς το περιεχόμενο, παρομοιάζει τον θεραπευτή με τον ανιχνευτή ή τον οδηγό σε ένα ταξίδι. Εάν ένα άτομο διασχίζει μια άγνωστη ζούγκλα, χρειάζεται να έχει κοντά του κάποιον ο οποίος να ξέρει πώς να πορευτεί χωρίς να διατρέξει κίνδυνο ή να βρεθεί σε αδιέξοδο. Ωστόσο, ο οδηγός δεν χρειάζεται να γνωρίζει το σημείο από το οποίο τα δύο μέλη θα βγουν από την ζούγκλα, έχει μόνο τα μέσα για να κάνει το ταξίδια ασφαλές. Παρά τον όγκο της βιβλιογραφίας για τα δυναμικά που συνήθως συνοδεύουν τα διάφορα συμπτώματα ή τους τύπους προσωπικότητας, ο στοχαστικός ψυχοδυναμικός κλινικός ακούει κάθε πελάτη όντας ανοιχτός στην πιθανότητα να διαψευστούν οι υποθέσεις του. Αυτό που ο Freud ονόμασε ‘ομοιόμορφα αιωρούμενη προσοχή’, αυτό που ο Bion και μετέπειτα ο Ogden ονόμασαν ‘ονειροπόληση’ και αυτό που ο Casement ονομάζει ‘μη εστιασμένη ακρόαση’ αποτελεί ίσως το sine qua non της αναλυτικής στάσης: τη δεκτικότητα σε ότι παρουσιάζεται και την περιέργεια για το πόσα πολλά πράγματα μπορεί να σημαίνει» (σελ. 88-89).

«Το δέος περιλαμβάνει την προθυμία να νιώσουμε πολύ μικροί μπροστά στην παρουσία του αχανούς και του άγνωστου. Είναι δεκτικό και ανοιχτό στην αλλαγή. Λειτουργεί σαν σιωπηλή μαρτυρία. Δεν θα μπορούσε να διαφέρει περισσότερο από την τεχνοκρατική, χρησιμοθηρική νοοτροπία ενός ατόμου που λύνει τεχνικά προβλήματα ή από την πραγματιστική ‘εγώ μπορώ’ αισιοδοξία ενός ατόμου που πιστεύει ότι μόνον αυτός κυβερνά τη ζωή του» (σελ. 90).

 

Πηγή:

Nancy McWilliams. 2006. Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία. Ένας οδηγός για επαγγελματίες. Ινστιτούτο Ψυχολογίας και Υγείας.   

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

 

Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

Βλέποντας την ταινία… ο Αρχάριος

Ο 70χρονος χήρος συνταξιούχος Ρόμπερτ Ντε Νίρο επιστρέφει στην εργασία ως εκπαιδευόμενος σε μια ιστοσελίδα μόδας, όπου καλείται να προσαρμοστεί στη νέα τεχνολογία. Πολύ γρήγορα γίνεται αγαπητός σε όλους και ταυτόχρονα βοηθητικός. Σύντομα γίνεται βοηθός στη διευθύντρια της ιστοσελίδας, που αρχικά δεν τον θέλει για συνεργάτη της. Η νεαρή διευθύντρια βλέπει πως ο ηλικιωμένος άνδρας είναι παρατηρητικός, έμπιστος και έμπειρος. Μπορεί να μην έχει εκσυγχρονιστεί ως προς τις δεξιότητες που απαιτεί ο κόσμος της τεχνολογίας, όμως, με μια ψύχραιμη και ώριμη συμπεριφορά καταφέρνει να κερδίσει τους υπόλοιπους υπαλλήλους της εταιρείας. 

 

Η ταινία θίγει ένα σύνολο από ζητήματα: πώς βιώνει το άτομο τη συνταξιοδότηση, τι μπορεί να κάνει μετά τη συνταξιοδότηση, πώς τον αντιμετωπίζουν οι άλλοι γύρω του; Ποια είναι η επαγγελματική εξέλιξη ενός συνταξιοδοτούμενου ατόμου;

Μετά τη συνταξιοδότηση, αρκετοί άνθρωποι νιώθουν ότι χάνουν την επαγγελματική τους ταυτότητα και τους βασικούς ρόλους της ζωής τους. Η συνταξιοδότηση δίνει κάποιες ευκαιρίες για εκπαίδευση και προσωπική ανάπτυξη, ενώ εμφανίζονται και ορισμένα σωματικά και ψυχικά προβλήματα. Σε πολλές περιπτώσεις, άτομα που βρίσκονται σε σύνταξη επιλέγουν να συνεχίσουν να δουλεύουν, να συμμετέχουν σε νέα έργα ή να κάνουν εθελοντικές εργασίες.

Ο ίδιος φαίνεται πως είναι συνηθισμένος να εργάζεται, καθώς γνωρίζει πώς να σταθεί στον εργασιακό χώρο, παρά τον εκσυγχρονισμό που είχε επέλθει. Ο Μπεν ήταν υποστηρικτικός, εξυπηρετικός, ευαίσθητος, εργατικός, καινοτόμος και πειθαρχημένος. Ήταν βασικό του χαρακτηριστικό ότι γρήγορα γινόταν συμπαθής από τους άλλους και έπνεε εμπιστοσύνη και ασφάλεια. Επίσης, ήταν αρκετά εργατικός, καθώς δεν δίσταζε να αναλαμβάνει καθήκοντα και νέες ευθύνες, αλλά και να αποκτήσει καινούργιες δεξιότητες. Είχε ήδη αναπτυγμένες επικοινωνιακές και οργανωτικές δεξιότητες, ενώ ήξερε τι έπρεπε να κάνει σε κατάσταση κρίσεων.

Η ταινία διαλύει τα στερεότυπα για την τρίτη ηλικία και τα άτομα σε συνταξιοδότηση. Παράλληλα, δείχνει το πόσο σημαντικό είναι το άτομο να έχει θέληση και όρεξη για ζωή και για προσπάθεια, αλλά και να νιώθει ότι είναι χρήσιμο. Επίσης, στην ταινία παρουσιάζεται κάτι που είναι αρκετά συνηθισμένο: το άτομο αρχικά απολαμβάνει τον ελεύθερο χρόνο του, αλλά έπειτα νιώθει ότι δεν έχει κάποιο στόχο και αναζητά εργασία, οπότε επιλέγει να κάνει πρακτική για μια νέα εργασία.

Μια ταινία που αναφέρεται στην τρίτη ηλικία, στον ρόλο των ατόμων που βρίσκονται σε σύνταξη μέσα στην κοινωνία και την απώλεια ενός ρόλου που κουβαλούσαν για πολλά χρόνια. Πώς αντιμετωπίζει ένα άτομο της τρίτης ηλικίας τις αλλαγές: αλλαγές στην εργασία, αλλαγές στην οικογένεια, αλλαγές στις σχέσεις;

Παράλληλα, η ταινία αναφέρεται και στις επιδράσεις που έχουν οι αυξημένες ώρες εργασίας της γυναίκας- μητέρας στην οικογένεια, στο παιδί, στην ερωτική- συζυγική της σχέση. Επίσης, το ότι είναι μια επιτυχημένη γυναίκα καριέρας δε σημαίνει ότι δεν έχει ευαισθησίες, ανασφάλειες και αδύναμες πλευρές…

 

The Intern. Ο Αρχάριος. 2015, Nancy Meyer

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

Διαβάζοντας το βιβλίο: «Βραχεία θεραπεία με ζευγάρια»

«Εκπαιδευόμενοι και επαγγελματίες ψυχοθεραπευτές και σύμβουλοι ψυχικής υγείας θα βρουν σε αυτό το βιβλίο μια νέα, προσιτή και δυναμική προσέγγιση στη βραχεία θεραπεία με ζευγάρια.

 

Πολλές προβληματικές συμπεριφορές στις σχέσεις μπορούν να θεωρηθούν προσπάθειες για εύρεση λύσης στον πόνο και τη θλίψη. Αυτός ο οδηγός θεραπείας βασίζεται στη σημαντική κλινική πείρα των συγγραφέων και στη συνθετική τους προσέγγιση που συνενώνει ιδέες από την ανθρωπιστική, αναλυτική και γνωστική- συμπεριφορική ψυχοθεραπεία.

Η προσέγγιση των συγγραφέων βασίζεται σε μια αναπτυξιακή προοπτική που σχετίζεται με το ιστορικό των συντρόφων μέχρι την παρούσα τους κατάσταση. Η μέθοδος βοηθάει τα ζευγάρια να βελτιστοποιήσουν τις καλύτερες πλευρές της σχέσης τους, αντί να παραμένουν ‘κολλημένα’ σε επαναλαμβανόμενες, μη παραγωγικές διαδικασίες.

Αυτό το βιβλίο συνδυάζει τη θεωρία με την πράξη και περιέχει αρκετά επεξηγηματικά κλινικά παραδείγματα, καθώς και ένα πραγματικό ιστορικό ζευγαριού που περιγράφει συνοπτικά τη θεραπευτική διαδικασία από την αρχή ως το τέλος» (από το οπισθόφυλλο).

Στο βιβλίο παρουσιάζεται ένα συνθετικό θεωρητικό μοντέλο για βραχεία θεραπεία με ζευγάρια, εστιάζοντας στη θεραπευτική επεξεργασία του προβλήματος συμβατότητας συστημάτων αξιών και πλαισίων αναφοράς, στη θεραπευτική επεξεργασία των περιοχών αποτελεσματικής επίλυσης προβλημάτων και διευθέτησης συγκρούσεων, στη θεραπευτική επεξεργασία των περιοχών οικειότητα, σεξουαλικής ικανοποίησης και διασκέδασης μέσα στη σχέση και στη θεραπευτική επεξεργασία προβλημάτων που σχετίζονται με τη φροντίδα του άλλου.

«Η βραχεία θεραπεία με ζευγάρια αναφέρεται σε μια εστιασμένη παρέμβαση έξι έως οκτώ συνεδριών με το συγκεκριμένο στόχο της διακοπής και αλλαγής κατεύθυνσης επαναλαμβανόμενων ξεπερασμένων προτύπων επικοινωνίας στις σχέσεις ζευγαριών. Αυτού του είδους η βραχεία θεραπεία είναι προσανατολισμένη στη διαδικασία, στοχεύει στην ανάπτυξη μιας επίγνωσης στους συντρόφους του κεντρικού, αποδιοργανωτικού, δυσπροσαρμοστικού, συμπλεκόμενου συστήματος διάδρασης, με σκοπό να αλλάξουν αυτό το πρότυπο ώστε να βιώσουν τη δυνατότητα μιας εναλλακτικής, ικανοποιητικής δυναμικής της σχέσης» (σελ. 15).

 

Πηγή:

Maria Gilbert & Diana Shmukler. 2019. Βραχεία θεραπεία με ζευγάρια. Η συνθετική προσέγγιση. Εκδόσεις Π. Ασημάκης.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.